Λέλεγες

Λέλεγες
Προϊστορικός λαός. Σύμφωνα με αναφορές αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, ήταν νομαδικός λαός και φιλοπόλεμος, ο οποίος κατοικούσε στις ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Μικράς Ασίας και στα νησιά. Η ονομασία του προερχόταν από τον επώνυμο ήρωά του, τον Λέλεγα (βλ. λ. Λέλεξ), ο οποίος παρουσιάζεται στις γενεαλογικές παραδόσεις της Σπάρτης, των Μεγάρων, της Λευκάδας κ.ά. Στην αρχαία γραμματεία γίνεται λόγος για τάφους Λ. και φρούρια Λελέγεια, ανάλογα προς τα Κυκλώπεια. Συχνά αναφέρονται ως οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Ελλάδας μαζί με τους Πελασγούς και σε μερικές περιπτώσεις ταυτίζονται με αυτούς. Ο Ηρόδοτος (Α, 171) τους ταυτίζει με τους Κάρες· ωστόσο, πιο σημαντική θεωρείται η πληροφορία του Φιλίππου εκ Συαγγέλων, συγγραφέα του 1ου αι. π.Χ., που ανέφερε ότι οι Λ. ήταν δούλοι των Καρών, όπως οι είλωτες των Σπαρτιατών και οι πενέστες των Θεσσαλών. Από την πληροφορία αυτή εξάγεται ότι οι Λ. ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της Καρίας, οι οποίοι στη συνέχεια υποτάχθηκαν στους Κάρες και έγιναν δούλοι τους.
* * *
οι (Α Λέλεγες)> ληστρικός και περιπλανώμενος λαός, υπόλειμμα προελληνικών πληθυσμών τής Ελλάδας και τής Μικράς Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. Λέ-λεγες προήλθε με διπλασιασμό (πρβλ. Βάρβαροι). Η λ. συνδέεται πιθ. με τα λαλαγῶ, λαλῶ «φλυαρώ», οπότε θα είχε τη σημ. «οι φλύαροι», ιδιότητα που τούς αποδόθηκε πιθ. επειδή η γλώσσα τους ως ξένη δεν ήταν κατανοητή. Κατ' άλλους, η λ. Λέ-λεγ-ες συνδέεται με το πρωτοχατταϊκό πρόθημα λε-. Τέλος, κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με τους τ. ἔλεγος, ἐλελεῦ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Λέλεγες — masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Лелеги — (Λέλεγες) одно из древнегреч. племен, участвовавших наряду с пелазгами в образовании греч. народности. По словам Страбона, Л. жили вместе с карийцами (с которыми иные авторы их отождествляли) и оставили много следов своего существования в Карии и …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Λελέγεσιν — Λέλεγες masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λελέγεσσι — Λέλεγες masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λελέγεσσιν — Λέλεγες masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λελέγων — Λέλεγες masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέλεγα — Λέλεγες masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέλεγας — Λέλεγες masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέλεγος — Λέλεγες masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέλεξ — Λέλεγες masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”